ἐζημίωσεν

ἐζημίωσεν
ζημιόω
cause loss
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τιμογραφώ — έω, Α 1. καθορίζω τη φορολογητέα ποσότητα («ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῡ δοῡναι τὸ ἀργύριον», ΠΔ) 2. (το γ εν. πρόσ. τού ενεργ. αορ.) ἐτιμογράφησεν (κατά τον Ησύχ.) «ἐγγράφως καὶ ὡρισμένως αὐτοὺς ἐζημίωσεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + γραφῶ (< γράφος*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”